- ονομάκλυτος
- ὀνομάκλυτος, -ον, θηλ. και -α (Α)(ποιητ. τ.)1. περιώνυμος, ξακουστός2. αυτός που παρέχει δόξα σε κάποιον, που καθιστά κάποιον ξακουστό, περίφημο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα + κλυτός (< κλύω «ακούω, προσέχω»)].
Dictionary of Greek. 2013.